2 Νοεμβρίου 2013

Αυθόρμητο #1

Ήταν για άλλη μία φορά "ολομόναχη". Στην πραγματικότητα δεν ήταν, είχε τόσα άτομα που την αγαπούν δίπλα της, όλοι της έλεγαν να μην στεναχωριέται, πως όλα είναι καλά αλλά αυτή αισθανόταν ολομόναχη. Δεν χρειαζόταν πολλά, μόνο τον άνθρωπό της. Τον άνθρωπο που αγαπούσε τόσο μα τόσο πολύ. Τίποτα άλλο.

Έμενε να τον κοιτάει και δεν καταλάβαινε πως περνούσε η ώρα. Απλά τον κοιτούσε. Ίσως να προσπαθούσε να βρει ένα σημάδι που να φανερώνει πως κι αυτός την θέλει ξανά. Αλλά μάταια. Γι' αυτό απλά τον κοιτούσε, παρατηρούσε κάθε του κίνηση και είχε την ελπίδα πως θα την κοιτάξει, πως θα την χαιρετήσει όπως παλιά, με τον ίδιο τρόπο που την χαιρετούσε όταν είχαν πρωτογνωριστεί σ' αυτή την μικρή καφετέρια της γειτονιάς. Ήλπιζε πως θα της πιάσει την κουβέντα όπως πριν κάτι μήνες, πως θα την κοιτάξει με την ίδια λάμψη στα μάτια. Πως θα πετούσε υπονοούμενα για την μεταξύ τους σχέση και θα την έκανε να γελάσει και πάλι με τον ίδιο τρόπο που την έκανε να γελάει και να χαμογελάει εκείνη την ημέρα στον λόφο του Φιλοπάππου.

Την είχε αγγίξει μόνο στην πλάτη και το μόνο που κάνανε εκείνη την ημέρα ήταν να συζητάνε. Μιλάγανε και ήταν λες και ο χρόνος είχε σταματήσει να μετρά έχοντας παράλληλα για θέα όλη την Αθήνα. Εκείνη την ημέρα κατάλαβε πως ίσως και να ήταν το άλλο της μισό. Οι επόμενες μέρες που ακολούθησαν ήταν απλά μέρες επιβεβαίωσης. Δεν ήθελε τίποτα άλλο εκτός από αυτόν. Αλλά αυτές οι μέρες ήταν μικρές και λίγες.

Και τώρα; Τώρα συμπεριφέρονταν σαν δύο άγνωστοι. Σαν δύο άνθρωποι που δεν υπήρξαν ποτέ ερωτευμένοι. Ένας τυπικός χαιρετισμός, καμία οπτική επαφή και η απόλυτη αδιαφορία, κι αυτή μέσα της να βράζει. Να θέλει να του μιλήσει, να θέλει να του πει πως όλο αυτό το διάστημα που ήταν χωριστά τον αγάπησε. Πως δεν είναι καλά. Πως..πως δεν αντέχει να είναι με άλλη, πως δεν αντέχει να τον βλέπει με άλλη. Πως θέλει ακόμα μία ευκαιρία.

Αντίθετα η σιωπή κυριαρχούσε. Ήταν το μόνο που τους ένωνε πλέον. Δεν είχαν και κάτι να πουν. Καμιά φορά τύχαινε να μιλήσουν μέσω μηνυμάτων και να πουν τα τυπικά. Κι εκείνη η φορά, εκείνη τη φορά που την είχε δει να κλαίει. Εκείνη τη φορά που η σιωπή παραμερίστηκε. Τη μοναδική φορά μετά από καιρό που έδειξε να νοιάζεται γι αυτή, εκείνη η ριμαδιασμένη η φορά που στάθηκε δίπλα της. Αυτή η μέρα την βασάνιζε. Τυραννιόταν μέσα της φέρνοντας μπροστά της όλες τις στιγμές τους. Αλλά ήταν μάταιο πια.

Άραγε, αυτός να την ερωτεύτηκε όσο αυτή εκείνον; Πάντως αυτός σίγουρα δεν την αγάπησε. Αν την είχε αγαπήσει όλα θα ήταν διαφορετικά. Αυτός θα ήταν μαζί της και όχι με μία άλλη. Θα είχαν υπάρξει κι άλλες βόλτες στον λόφο του Φιλοπάππου και στο Θησείο και θα είχαν πάει σε όλα αυτά τα μαγαζιά που εκείνη λαχταρούσε να πάει με αυτόν. Θα κρατιόντουσαν χέρι- χέρι και θα ήταν ευτυχισμένοι. Θα ήταν ευτυχισμένη. Δεν θα τους απομάκρυνε ποτέ μια σιωπή. Θα ζούσε ο ένας για τον άλλον.

Σήμερα βίωσε την αδιαφορία που φοβόταν. Ήταν στο ίδιο μέρος που γνωρίστηκαν, τόσο κοντά αλλά τόσο μακριά. Τον κοιτούσε για ακόμη μια φορά και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πόσο τον αγαπάει. Δεν την χαιρέτησε, ούτε της άνοιξε κουβέντα όπως παλιά. Το βλέμμα του ήταν πια θολωμένο. Αρκέστηκε σε ένα τυπικό χαιρετισμό όπως κάνουν δυο ξένοι και αυτό ήταν αρκετό για να τη διαλύσει. Τίποτα δεν ήταν όπως τότε. Αυτός είχε αλλάξει και αυτή είχε παραμείνει ίδια περιμένοντας μια κίνηση του.

Μάταια, τίποτα δεν θα έφερνε πίσω τον αμοιβαίο έρωτα, τίποτα δεν θα αναγεννούσε την αμοιβαία αγάπη.

Και τώρα γράφει αυτό εδώ το κείμενο ελπίζοντας πως κάποια στιγμή εκείνος θα το διαβάσει και θα καταλάβει όλα αυτά που νιώθει αλλά δεν μπορεί να πει.